ΑρχικήΑφιερώματαΤο κοράκι: Όταν ο Poe εμπνέει την metal μουσική, και δημιουργεί από...

Το κοράκι: Όταν ο Poe εμπνέει την metal μουσική, και δημιουργεί από μονός του ένα μουσικό ιδίωμα

Ο , (19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849) ήταν Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. Το λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας.


Ο Edgar Allan Poe έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για χιλιάδες δημιουργούς ανά την υφήλιο. Τα ποιήματα του άρχοντα του τρόμου προσελκύουν το ενδιαφέρον δεκάδων συγγραφέων, μουσικών και καλλιτεχνών. Ιδιαίτερη είναι η αγάπη της μέταλ και της gothic σκηνής.

Οι Nevermore παίρνουν το βάπτισμα από τα έργα του, οι του αφιερώνουν έναν ολόκληρο δίσκο, ο Lou Reed χτίζει κι εκείνος ένα δίσκο γύρω από τα ποιήματα του και μπάντες όπως οι , οι , οι , οι AFI και οι Elysian Field (μεταξύ άλλων), γράφουν στίχους εμπνεόμενοι από τη λογοτεχνία του. Με αυτόν τον τρόπο, οι μουσικοί αποδίδουν φόρο τιμής στον Poe.

Τα κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι πραγματικά πολλά. Ας θυμηθούμε όμως 8 που πραγματικά αξίζει να ακούσουμε!


– The Raven

Η αλήθεια είναι πως το τραγούδι αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το άρθρο. Εκτός του ότι η απόδοση ήταν εξαιρετική, το κομμάτι διατηρεί το μυστηριακό ύφος του ποιήματος και απογειώνεται από τα μελωδικά σόλο και την αφήγηση του Stratis Steele των Endomain! 10 στα 10!


Iron Maiden – Murders in the Rue Morgue

“Οι δολοφονίες της οδού Μοργκ” είναι μία σύντομη ιστορία του Poe που κυκλοφόρησε στο Graham's Magazine το 1841. Το έργο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους αγαπημένους μας Iron Maiden, οι οποίοι συμπεριέλαβαν το ομώνυμο τραγούδι. Το διαμαντάκι αυτό είχε μάλιστα και sequel στον δίσκο, το “Innocent Exile”, όπου οι Maiden συνεχίζουν την ιστορία του φυγά. Fun fact: Στο τραγούδι αυτό ο εντάσσει για πρώτη φορά στο μπάσο σημαντικό αριθμό αρμονιών.


Omnia – The Raven

Με το κοράκι οι Omnia μας χάρισαν το πιο “πιστό” adaptation του πασίγνωστου ποιήματος. Μυσταγωγία, ακουστικές κιθάρες και εξαιρετική απόδοση των στίχων που εξελίσσεται σταδιακά και μας βυθίζει στην ιστορία. Πάντοτε λάτρευα την μουσική των Omnia, αλλά το τραγούδι με κέρδισε απο την πρώτη ακρόαση, οπότε και άρχισα να το συμπεριλαμβάνω σχεδόν σε όλες τις λίστες μου! Ένα άρτιο τραγούδι-πρόζα που πρέπει να ακούσεις έστω μία φορά στη ζωή σου!


Monica Gil – Annabel Lee

Ένα κρυφό διαμάντι που ανακάλυψα πριν χρόνια στο youtube, καθώς αναζητούσα τραγούδια εμπνευσμένα από τα έργα του Πόε. Μία άψογη απόδοση του ποιήματος, η οποία περιέχει πιάνο, κιθάρες και βιολί, σε συνδυασμό με εξαιρετικά φωνητικά.


– Nevermore

To 1974, οι θρυλικοί Queen κυκλοφόρησαν το σύντομο “Nevermore” στο B-Side του δεύτερου δίσκου τους, “Queen II”. Με αυτό τον τρόπο τίμησαν τον λογοτέχνη από την Βοστώνη, αλλά και το αγαπημένο τους ποίημα “Το Κοράκι”, όπου ο απρόσκλητος φτερωτός επισκέπτης έκραζε την λέξη “Nevermore”.


Cradle Of Filth – Swansong for a Raven

Ένα από τα καλύτερα τραγούδια των extreme metallers, βαθύτα επηρεασμένο από το έργο του Πόε, όπως έχει δηλώσει πολλές φορές το ίδιο το συγκρότημα για ολόκληρο τον δίσκο “Nymphetamine”. Ατμοσφαιρικά ανατριχιαστικό!



Το Κοράκι είναι αφηγηματικό ποίημα του Αμερικανού ποιητή Έντγκαρ Άλλαν Πόε, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1845. Είναι γνωστό για τη λυρικότητά του, τη χαρακτηριστική γλώσσα και τη μεταφυσική του ατμόσφαιρα. Το ποίημα περιγράφει την επίσκεψη, από κάποιο μυστήριο κοράκι που μιλάει, που δέχεται ένας παράφορα ερωτευμένος άνδρας. Στο ποίημα παρατηρούμε την αργή διολίσθηση του άνδρα στην τρέλα. Ο άνδρας, που συχνά θεωρείται πως είναι κάποιος μαθητής, θρηνεί τον χαμό της αγαπημένης του Lenore. Καθισμένο σε μια προτομή της Αθηνάς, το κοράκι φαίνεται να υποκινεί περαιτέρω την απελπισία του, με τη συνεχή επανάληψη της φράσης Ποτέ πια. Το ποίημα περιλαμβάνει αναφορές σε παραδοσιακά και κλασικά στοιχεία.

Εδώ είναι το ποίημα:

Μια φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογιζόμουν πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης, Έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος, τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος, όπως όταν κάποιος χτυπάει ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου. «Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου.— Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω».

Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη, και η κάθε μια ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλωνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα.
Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο, μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου ένα τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Λενόρ την εξαίρετη κι’ απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ — εδώ όμως μένει παντοτινά, χωρίς όνομα να την καλούν.

Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε μιας βυσσινί κουρτίνας, μου γεννούσε το ρίγος της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούς τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν. Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και είπα σα να επαναλάμβανα: «Κάποιος επισκέπτης θα είναι στην θύρα της κάμεράς μου που εκλιπαρεί να εισέλθει. Κάποιος αργοπορημένος επισκέπτης που εκλιπαρεί από την πόρτα του δωματίου μου να εισέλθει. Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο»

Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό. «Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπαρώ την συγχώρεσή σας, αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου, που πολύ αμφιβάλλω αν σας άκουσα» — εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα, σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.

Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκοτάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος, την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί. Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο, και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Λενόρ». Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Λενόρ». Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.

Ξαναγυρίζοντας στην κάμαρα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο. «Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο είναι στο καφασωτό του παραθύρου μου, ας δω επομένως τι είναι σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω—, ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό—, ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».

Σε αυτό το σημείο ανοίγω το πατζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα, εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών. Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του, αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στην θύρα της κάμεράς μου- κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου- κούρνιασε ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.

Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει σε χαμόγελο, με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε. Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι, ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας— για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας!» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντάς το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα, μολονότι η απάντησή του λίγα σήμαινε — μεγάλη συνάφεια δεν είχε. Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο ον ποτέ δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της κάμαράς του— είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της κάμεράς του, να έχει ένα τέτοιο όνομα όπως το «Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις. Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε— Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα: «Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε— Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές». Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».

Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε, είπα: «Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό που γράπωσε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανηλεής του Kαταστροφή τον ζύγωνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μία μοναδική επωδό να φέρουν, μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουνε το μελαγχολικό φορτίο του Ποτέ — Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυπημένη μου ψυχή στο γέλιο, Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα. Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη, Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο — του παλαιού καιρού— πουλί, Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο —του παλαιού καιρού— πουλί Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».

Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου. Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας. Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας, και που Εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.

Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι που το έσειε ένα Σεραφείμ και τα βήματά του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο. «Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα — δια μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα Ανακούφιση — ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Λενόρ! Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Λενόρ». «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! — προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, ή και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά, Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια — σε αυτό το σπίτι που το στοίχειωσε η Φρίκη – έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά της Γαλαάδ;» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι

«Προφήτη!» είπα «της συμφοράς το πράγμα! – προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος! Στο όνομα του ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε— Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ, Πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ- Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ— Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Λενόρ την αποκαλούν οι άγγελοι». «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!» Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης — «Να επιστέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας! Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου! Μη μου ταράζεις τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου! Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακρυά απ' την πόρτα μου!» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται, στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμαρας και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει, και το φως της λάμπας χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του· και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα, δεν θα ανασηκωθεί — ποτέ πια

Ακολουθήστε το Metal Stories στο Google News 

Last News

Related articles

Leave a reply

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ