ΑρχικήΑφιερώματαΗ ερμηνεία του Rime of the Ancient Mariner των Iron Maiden και...

Η ερμηνεία του Rime of the Ancient Mariner των Iron Maiden και οι στίχοι στα Ελληνικά!

Samuel Taylor Coleridge, 1772-1834

Είναι το μεγαλύτερο, σε διάρκεια, τραγούδι των Maiden. Στιχουργικά, βασίζεται στο ομώνυμο ποίημα (1798, συμπληρώθηκε όμως το 1817) του Samuel Taylor Coleridge (1772 – 1834). Μέσα από το ποίημα του, ο Coleridge σκιαγραφεί και συνοψίζει την Χριστιανική διδασκαλία (ηθική, θεία κρίση, μετάνοια και θεία συγχώρεση).

Σύμφωνα με τον Dickinson, το υποβόσκον θέμα του ποιήματος είναι η αέναη πάλη του ανθρώπου με τη φύση και τα στοιχεία της και του πώς ο άνθρωπος θυματοποιείται όταν επιχειρεί να διαταράξει τη φυσική ισορροπία. Το ποίημα του Coleridge ανοίγει με την περιγραφή ενός ρακένδυτου και γερασμένου ναυτικού ο οποίος σταματά τον έναν από τρεις νεαρούς καλεσμένους ενός γάμου και τον παροτρύνει να ακούσει την ιστορία του.

Ο νεαρός, ο οποίος είναι το μέσο που χρησιμοποίησε ο Coleridge για να θέσει τον κεντρικό του χαρακτήρα σε θέση αφηγητή, στην αρχή αρνείται, αλλά μαγεμένος, αρχικά από το βλέμμα του γέρου και στη συνέχεια από την ίδια την ιστορία, κάθεται να ακούσει.

Ο ναυτικός ξεκινάει την αφήγησή του λέγοντας ότι όταν ξεκίνησε το ταξίδι του, ενώ η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη. Σύντομα, όμως, ο καιρός επιδεινώθηκε και μια μεγάλη καταιγίδα παρέσυρε το καράβι νότια, «σε ένα μέρος όπου πάγοι που έπλεαν στη θάλασσα περικύκλωσαν το καράβι, πάγοι που έφταναν στο ύψος του καταρτιού» (προφανώς περιγράφοντας την Ανταρκτική).

Ο ναυτικός τότε συνεχίζει λέγοντας πως ένα άλμπατρος εμφανίστηκε και άρχισε να πετάει γύρω από το καράβι, κάτι που έκανε τα παγόβουνα που το είχαν εγκλωβίσει να θρυμματίζονται. Συγχρόνως, άρχισε να φυσά ένας νότιος άνεμος που ώθησε το καράβι βόρεια, σε μια ομιχλώδη θάλασσα. Τότε, ο ναυτικός με πόνο παραδέχεται πως σκότωσε το άλμπατρος με το τόξο του, επειδή πίστευε πως αυτό ήταν η αιτία της ομίχλης.

Οι υπόλοιποι ναύτες τον κατηγόρησαν για αυτή του την πράξη. Σε λίγο, η ομίχλη που περιέβαλλε το πλοίο διαλύθηκε και οι υπόλοιποι ναυτικοί δικαιολόγησαν την πράξη του ναυτικού και τον συνεχάρησαν, έχοντας πειστεί πως το άλμπατρος έφερε όχι τον λυτρωτικό άνεμο αλλά την ανεπιθύμητη ομίχλη. Τότε, ένας άνεμος ώθησε το πλοίο στα απάνεμα νερά του Ισημερινού, όπου και ακινητοποιήθηκε. Οι ναυτικοί, βασανισμένοι από τη δίψα, έβλεπαν τα νερά της θάλασσας να γίνονται «πηχτά», σαν σε σήψη και μέσα τους να κολυμπούν πολυάριθμα «γλιτσερά» πλάσματα. Τη νύχτα, το νερό της θάλασσας φεγγοβολούσε πράσινη, μπλε και λευκή λάμψη, σαν «νεκρική φωτιά».

Κάποιοι από τους ναυτικούς ονειρεύτηκαν πως ένα πνεύμα τους ακολούθησε από τη «γη του πάγου», 9 οργιές (περίπου 16,5 μέτρα) κάτω από το πλοίο. Οι ναυτικοί κατηγόρησαν τον αφηγητή για τη δεινή τους θέση και του κρέμασαν το νεκρό άλμπατρος στον λαιμό σαν σύμβολο της ενοχής του. Πολύς καιρός πέρασε και το στόμα των ναυτικών έγινε τόσο στεγνό από τη δίψα που δεν μπορούσαν να μιλήσουν.

Μια μέρα,ο ναυτικός είδε μια κουκίδα στον ορίζοντα, ένα πλοίο που σιγά-σιγά γινόταν όλο και πιο ορατό. Δαγκώνοντας το χέρι του, ρούφηξε το αίμα του για να βρέξει το στόμα του και φώναξε «Ένα κατάρτι! Ένα κατάρτι!». Οι ναυτικοί χαμογέλασαν, πιστεύοντας πως είχαν σωθεί, μα ο ναυτικός απορούσε πως μπορούσε το καράβι αυτό να κινείται «χωρίς αέρα στα πανιά και χωρίς πλημμύρα».

Καθώς το πλοίο πλησίαζε, οι ναυτικοί αντίκρισαν την φοβερή του όψη. Το σκαρί του ήταν «σαν σκελετωμένο κουφάρι». Το μοναδικό του πλήρωμα ήταν ο Θάνατος και η Ζωή Μέσα Στο Θάνατο, μια χλωμή γυναικεία φιγούρα με χρυσά μαλλιά και κόκκινα χείλη, που «πάγωνε το αίμα» αυτών που την αντίκριζαν. Οι δυο τους άρχισαν να παίζουν ζάρια και η γυναίκα αναφώνησε «Τον κέρδισα! Τον κέρδισα!».

Ο Θάνατος είχε κερδίσει όλο το πλήρωμα εκτός από το ναυτικό, τον οποίο τον είχε κερδίσει η Ζωή μέσα Στο Θάνατο. Τότε, σφύριξε τρεις φορές και ο ήλιος έδυσε αμέσως, αφήνοντας τα αστέρια να φανούν. Το φεγγάρι άρχισε να διαγράφει την πορεία του στον ουρανό, ακολουθούμενο από ένα άστρο. Τότε, όλοι οι ναυτικοί, εκτός από τον αφηγητή, άρχισαν να πεθαίνουν, «καταριώμενοι το ναυτικό με το βλέμμα τους» πριν οι ψυχές τους αφήσουν το σώμα τους. Οι ψυχές τους άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω από το ναυτικό πριν πάνε εκεί που άρμοζε στη κάθε μια, σκίζοντας τον αέρα με τον ήχο που κάνει το βέλος που φεύγει από το τόξο, με τον ήχο που σήμανε και το θάνατο του άλμπατρος.

Ο νεαρός, σε εκείνο το σημείο, διακόπτει την αφήγηση του ναυτικού και του εκφράζει τον φόβο που τον κυριεύει όταν βλέπει το απισχνασμένο χέρι του ναυτικού και τη γυαλιστερή ματιά του. Ο ναυτικός διαβεβαιώνει το νεαρό πως δεν είναι φάντασμα και πως δεν υπάρχει λόγος να τον φοβάται, συνεχίζοντας την αφήγηση της ιστορίας του.

Για επτά μέρες και επτά νύχτες, ο ναυτικός παρέμεινε πάνω στο καράβι με μοναδική του συντροφιά τα διακόσια πτώματα των ναυτικών και τα «γλιτσερά πλάσματα της θάλασσας». Στην αρχή προσπάθησε να προσευχηθεί, αλλά ένας «υποχθόνιος ψίθυρος» τον σταμάτησε, κάνοντας την ψυχή του «στεγνή σαν σκόνη». Απελπισμένος και χωρίς να μπορεί να πεθάνει, έκλεισε τα μάτια του, γιατί δεν άντεχε τη θέα των ανοικτών ματιών των πτωμάτων, μέσα στα οποία είχε παραμείνει η επιθανάτια κατάρα τους. Όταν το φεγγάρι υψώθηκε στο νυκτερινό ουρανό, όπου έπεφτε η σκιά του πλοίου, τα νερά έπαιρναν πυρέρυθρο χρώμα.

Τα πλάσματα της θάλασσας τώρα φαίνονταν τόσο όμορφα στο ναυτικό, καθώς τα λέπια τους ιρίδιζαν κάτω από το ασημένιο φεγγαρόφωτο. Αμέσως, ένιωσε ικανός να προσευχηθεί και ευλόγησε τα πλάσματα της θάλασσας. Τότε, το άλμπατρος έπεσε από τον λαιμό του, πέφτοντας σαν μολύβι μέσα στη θάλασσα». Απελευθερωμένος από την κατάρα του άλμπατρος, ο ναυτικός μπόρεσε να κοιμηθεί, καθώς ξέσπασε πολύτιμη, καθαρτική βροχή.

Το φεγγάρι φάνηκε μέσα από τα σύννεφα και πνεύματα παρουσιάστηκαν, τα οποία κατέλαβαν τα νεκρά σώματα των ναυτικών και άρχισαν να εκτελούν τα καθήκοντα των ναυτικών, θέτοντας το πλοίο σε κίνηση. Ο νεαρός ξαναδιακόπτει το ναυτικό
εκφράζοντας τον φόβο του, αλλά αυτός τον καθησυχάζει πριν συνεχίσει την αφήγησή του, λέγοντάς του πως αυτά ήταν αγαθά και όχι καταραμένα πνεύματα. Την αυγή, τα πτώματα οδηγήθηκαν όλα στο κατάστρωμα και τα αγαθά πνεύματα άρχισαν να τα εγκαταλείπουν φεύγοντας μέσα από το στόμα τους, γεμίζοντας τον αέρα με όμορφη μελωδία.

Το πλοίο, ωστόσο, δε σταμάτησε να κινείται, ωθούμενο από το πνεύμα που ακολουθούσε το πλοίο από την «γη του πάγου και του χιονιού». Ξαφνικά όμως, το πλοίο σταμάτησε και άρχισε να κάνει απότομες προσθοπίσθιες κινήσεις, σαν σε μάχη. Ο ναυτικός έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο κατάστρωμα. Πριν βυθιστεί σε κώμα, άκουσε δύο απόκοσμες φωνές. Η μια τον ρωτούσε αν ήταν εκείνος ο οποίος είχε σκοτώσει το άλμπατρος ενώ η άλλη τον διαβεβαίωσε πως είχε τιμωρηθεί για την πράξη του και πως τον περίμενε και άλλη τιμωρία ώστε να εξιλεωθεί. Οι δύο φωνές άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, ενώ αγγελικές δυνάμεις κινούσαν το καράβι με τεράστια ταχύτητα.

Όταν ο ναυτικός συνήλθε, είδε τα πτώματα να στέκονται ξανά όλα μαζί στο κατάστρωμα και να τον κοιτάνε. Ένα αεράκι έδωσε την τελική ώθηση στο καράβι, το οποίο βρέθηκε έξω από το γνώριμο λιμάνι της πόλης του ναυτικού. Αυτός αναγνώρισε την πόλη του και καθώς την πλησίαζαν, σεραφείμ (φωτεινά σώματα) άρχισαν να εγκαταλείπουν τα πτώματα των ναυτών, τα οποία έπεσαν άψυχα επάνω στο κατάστρωμα. Κάθε σεραφείμ αποχαιρετούσε το συγκλονισμένο ναυτικό, ο οποίος σύντομα αντιλήφθηκε τον ήχο κουπιών.

Μέσα στη βάρκα που πλησίαζε ήταν ο πλοηγός, ο γιος του και ένας ερημίτης. Ο ναυτικός ήλπιζε πως ο ερημίτης θα μπορούσε να απαλλάξει την ψυχή του από το αίμα του άλμπατρος. Ο ερημίτης ήταν ένας άγιος άνθρωπος που ζούσε απομονωμένος στο δάσος και του άρεσε να μιλάει σε πολυταξιδεμένους ναυτικούς. Έχοντας δει το φως των σεραφείμ, είχε πλησιάσει τον πλοηγό και το γιο του και τους είχε ζητήσει να τον πάνε προς το καράβι, διαβεβαιώνοντάς τους πως δεν υπήρχε λόγος να φοβούνται το υπό διάλυση καράβι που τόσο παράδοξα μπόρεσε να φτάσει έξω το λιμάνι. Καθώς πλησίαζαν, το καράβι του ναυτικού, όπως και το νεκρό άλμπατρος πριν από αυτό, βούλιαξε σαν «μολύβι», προκαλώντας μια τεράστια θαλοσσοδυνία.

Ο ναυτικός τραβήχτηκε επάνω στη βάρκα και ο τρομοκρατημένος γιος του πλοηγού άρχισε να γελά υστερικά, φωνάζοντας πως το καράβι κατάφερε να φτάσει ως εκεί επειδή ο διάβολος ήξερε να τραβάει κουπί. Στη ξηρά, ο ναυτικός ζήτησε από τον ερημίτη συγχώρεση και ο ερημίτης τον παρότρυνε να του πει την ιστορία του. Αφού ο ναυτικός αφηγήθηκε την ιστορία του, ένιωσε την αγωνία των τύψεών του να σβήνει.

Ωστόσο, οι τύψεις σύντομα επανέρχονταν χωρίς προειδοποίηση και τότε ο ναυτικός αναγνώριζε στο πρόσωπο κάποιου περαστικού έναν άνθρωπο ο οποίος έπρεπε να ακούσει την ιστορία του. Ξαφνικά, οι πόρτες της εκκλησίας ανοίγουν διακόπτοντας την αφήγηση του ναυτικού και οι καλεσμένοι του γάμου ξεχύνονται έξω. Ο ναυτικός λέει στο νεαρό ότι όποιος αγαπάει όλα τα πλάσματα του Θεού ζει ευτυχέστερη ζωή και αποχωρεί.

Ο νεαρός φεύγει συντετριμμένος και το άλλο πρωί ξυπνά ως «δυστυχέστερος και σοφότερος άνθρωπος». Στο ποίημα του Coleridge αναδεικνύεται η δεισιδαιμονική αντίληψη των παλαιών ναυτικών, πως αν σκότωναν ένα άλμπατρος, κακοτυχία θα έπεφτε στο πλοίο και το πλήρωμα. Αυτή επικράτησε λόγω της πεποίθησης ότι τα άλμπατρος ήταν μετενσαρκώσεις ναυτικών που πνίγηκαν στη θάλασσα. Επίσης, κακός οιωνός για τους ναυτικούς (του οποίου αναφορά υπάρχει στο ποίημα) ήταν και η θέα ενός άστρου που «ακολουθούσε» την πορεία του φεγγαριού στον ουρανό. Η φωνή που αφηγείται μέρος των στίχων στο μέσον του κομματιού ανήκει στον Βρετανό ηθοποιό Richard Burton (1925 – 1984). Προέρχεται από ηχογραφημένη το 1955 αφήγηση για σχολική χρήση του ποιήματος και η οποία είναι διαθέσιμη σε CD από την εταιρία Regis Records Ltd.


Στίχοι στα Ελληνικά:

‘Ακου τη μπαλάντα του γέρου ναυτικού
Δες το βλέμμα του καθώς σταματάει έναν απ' τους τρεις
Παρατηρεί έναν απ' τους καλεσμένους του γάμου
Κάτσε εδώ και άκου τους εφιάλτες της Θάλασσας.

Και η μουσική παίζει, καθώς η νύφη περνάει
Μαγεμένη απ' το ξόρκι του και ο Ναυτικός λέει την ιστορία του.

Οδηγήθηκαν νότια στη γη του χιονιού και του πάγου
Σε ένα μέρος που κανείς δεν έχει βρεθεί
Το αλμπατρός περνά μέσα από τη χιονισμένη ομίχλη
Χαιρετημένη απ' το όνομα του Θεού, ελπίζοντας να φέρει καλή τύχη.

Και το καράβι προχωράει, πίσω στο Βορρά
Μέσα απ' την ομίχλη και τον πάγο και το αλμπατρός ακολουθεί

Ο ναυτικός σκοτώνει το πουλί που συμβολίζει τον καλό οιωνό
Οι μούτσοι του κλαίνε για αυτό που έκανε
Αλλά όταν η ομίχλη καθαρίζει, τον δικαιολογούν
Και γίνονται συνένοχοι του εγκλήματος

Χαράζουν την πορεία τους στο Βορρά και πέρα στη θάλασσα
Χαράζουν την πορεία τους στο Βορρά μέχρι να ηρεμήσουν όλα.

Το αλμπατρός ξεκινά με την εκδίκηση του
Μια φριχτή κατάρα, μια δίψα ξεκίνησε
Οι μούτσοι του κατηγορούν την κακή τύχη στο Ναυτικό
Όσο για το λαιμό του, το νεκρό πουλί κρεμάστηκε

Και η κατάρα συνεχίζεται στη θάλασσα
Και η κατάρα συνεχίζεται γι' αυτούς και για μένα.

“Μέρα με τη μέρα, μέρα με τη μέρα, δεν μας λείπει ούτε ανάσα ούτε αίσθημα
Τόσο αδρανείς όσο ένα ζωγραφισμένο πλοίο σε έναν ζωγραφιστό ωκεανό
Νερό, νερό, παντού και όλοι οι πίδακες είχαν συρρικνωθεί
Νερό, νερό, παντού καμία στάλα να πιούμε.”

Ορίστε, καλεί ο Ναυτικός, έρχεται ένα πλοίο από εκείνη τη γραμμή
Πώς πώς μπορεί να πλεύσει χωρίς αέρα στα πανιά και χωρίς νερά.

Είδες…έρχεται καταπάνω μας
Έρχεται καταπάνω μας, απ΄τον ήλιο
Είδες…δεν έχει πλήρωμα
Δεν έχει ζωή, αλλά περίμενε υπάρχουν δύο.

Θάνατος και αυτό είναι η Ζωή στο Θάνατο, ρίχνουν τα ζάρια τους για το πλήρωμα
Κερδίζει τον Ναυτικό και του ανήκει τώρα.
Τότε…το πλήρωμα ένας προς ένας
Πέφτουν κάτω νεκροί, διακόσιοι άντρες
Αυτή…Αυτή, η Ζωή στο Θάνατο.
Τον αφήνει να ζήσει, τον εκλεκτό της.

“Ένας προς κάτω από το φως του επίμονα λαμπερού φεγγαριού,
όλα έγιναν πολύ γρήγορα για να προλάβουν να βογγήξουν ή να αναστενάξουν
ο καθένας τους γύρισε το πρόσωπο του με άθλια οξύτητα,
και με καταράστηκε με το βλέμμα του
τέσσερις φορές πενήντα ζωντανοί άντρες
με βαρύ πλήγμα, άψυχο κομμάτι,
έπεσαν κάτω ένας προς ένας.”

Η κατάρα ζει ακόμα στα μάτια τους
Ο Ναυτικός ήλπιζε να είχε πει ψέματα
Μαζί με τα θαλάσσια πλάσματα
Αλλά εκείνα συνέχισαν να ζουν, και το ίδιο έκανε και αυτός.

Και κάτω από το φως του φεγγαριού
Προσεύχεται για την ομορφιά τους όχι για την κατάρα
Τους ευλογεί με την καρδιά του
Όλοι τους είναι πλάσματα του Θεού.

Τότε το ξόρκι αρχίζει να λύνεται
Το αλμπατρός πέφτει απ' το λαιμό του
Βυθίζεται κάτω σαν μολύβι στη Θάλασσα
Μετά πέφτει και έρχεται η βροχή.

Ακούει τους βρυχηθμούς των πολύ καιρό πεθαμένων θαλασσοπόρων
Τους ακούει να ετοιμάζονται να ανυψωθούν
Τα σώματα τους ανεβαίνουν λόγω των καλών ψυχών τους
Κανένας τους δεν μιλάει και το βλέμμα τους είναι άψυχο.

Και η εκδίκηση εξακολουθεί να αναζητείται, η μετάνοια ξεκινά και πάλι
Μεταμορφώνεται σε έκσταση και ο εφιάλτης συνεχίζεται.

Τώρα η κατάρα έχει επιτέλους λυθεί
Και ο Ναυτικός ψάχνει το σπίτι του
Τα πνεύματα φεύγουν
Διαμορφώνουν το δικό τους φως και ο Ναυτικός μένει μόνος.

Και τότε μια βάρκα ήρθε προς το μέρος του
Ήταν μια χαρά που δεν μπορούσε να την πιστέψει
Η βάρκα του Πιλότου, ο γιος του και ο ερημίτης.
Η μετάνοια της ζωής θα πέσει πάνω του.

Και το πλοίο βουλιάζει σαν μολύβι στη θάλασσα
Και ο ερημίτης σώζει τον ναυτικό απ' τις αμαρτίες του.

Ο Ναυτικός είναι υποχρεωμένος να πει την ιστορία του
Όπου κι αν πηγαίνει
Για να μάθουν οι άλλοι απ' τα λάθη του
Πως πρέπει να αγαπάμε όσα έφτιαξε ο Θεός.

Και ο καλεσμένος του γάμου είναι ένας στεναχωρημένος και σοφότερος άντρας
Και η ιστορία συνεχίζεται.


Κείμενο: Τα Μυστικά της Σιδηράς Παρθένου (Iron Maiden)

Στίχοι: Sapfw


Και το ομώνυμο ποίημα του Samuel Taylor Coleridge, 1772-1834

It is an ancient Mariner,
And he stoppeth one of three.
'By thy long beard and glittering eye,
Now wherefore stopp'st thou me?

The Bridegroom's doors are opened wide,
And I am next of kin;
The guests are met, the feast is set:
May'st hear the merry din.'

He holds him with his skinny hand,
'There was a ship,' quoth he.
'Hold off ! unhand me, grey-beard loon!'
Eftsoons his hand dropt he.

He holds him with his glittering eye —
The Wedding-Guest stood still,
And listens like a three years' child:
The Mariner hath his will.

The Wedding-Guest sat on a stone:
He cannot choose but hear;
And thus spake on that ancient man,
The bright-eyed Mariner.

'The ship was cheered, the harbour cleared,
Merrily did we drop
Below the kirk, below the hill,
Below the lighthouse top.

The Sun came up upon the left,
Out of the sea came he!
And he shone bright, and on the right
Went down into the sea.

Higher and higher every day,
Till over the mast at noon —'
The Wedding-Guest here beat his breast,
For he heard the loud bassoon.

The bride hath paced into the hall,
Red as a rose is she;
Nodding their heads before her goes
The merry minstrelsy.

The Wedding-Guest he beat his breast,
Yet he cannot choose but hear;
And thus spake on that ancient man,
The bright-eyed Mariner.

'And now the STORM-BLAST came, and he
Was tyrannous and strong:
He struck with his o'ertaking wings,
And chased us south along

With sloping masts and dipping prow,
As who pursued with yell and blow
Still treads the shadow of his foe,
And forward bends his head,
The ship drove fast, loud roared the blast,
The southward aye we fled.

And now there came both mist and snow,
And it grew wondrous cold:
And ice, mast-high, came floating by,
As green as emerald.

And through the drifts the snowy clifts
Did send a dismal sheen:
Nor shapes of men nor beasts we ken —
The ice was all between.

The ice was here, the ice was there,
The ice was all around:
It cracked and growled, and roared and howled,
Like noises in a swound!

At length did cross an Albatross,
Thorough the fog it came
As if it had been a Christian soul,
We hailed it in God's name.

It ate the food it ne'er had eat,
And round and round it flew.
The ice did split with a thunder-fit;
The helmsman steered us through!

And a good south wind sprung up behind;
The Albatross did follow,
And every day, for food or play,
Came to the mariner's hollo!

In mist or cloud, on mast or shroud,
It perched for vespers nine;
Whiles all the night, through fog-smoke white,
Glimmered the white Moon-shine.'

'God save thee, ancient Mariner!
From the fiends, that plague thee thus! —
Why look'st thou so?' — 'With my cross-bow
I shot the ALBATROSS.'

(1798)


Στα Ελληνικά

Είναι ένας γέρος ναυτικός
και σταματάει τον έναν απ' τους τρεις τους
” Μα την μακριά σου γενειάδα και το μάτι σου που γυαλίζει
τι θέλεις τώρα εσύ και με σταματάς;

Της μελλόνυμφης οι πόρτες είναι διάπλατα άνοιχτές
και είμαι ο στενότερός της συγγενής
Οι καλεσμένοι συνευρέθηκαν, έτοιμοι είναι οι εορτασμοί
άκου τη χαρμόσυνη βουή”

Με το σκελετωμένο του το χέρι τον κρατάει
“Ήταν ένα καράβι”, λέει
” Σταμάτα, άσε το χέρι σου κάτω γκριζογένη τρελέ”
Και αυτός αμέσως το κατεβάζει.

Τον κρατάει τώρα καθηλωμένο με το μάτι του να γυαλίζει
– και ο γαμήλιος επισκέπτης στέκεται ακίνητος
και σαν τρίχρονο παιδάκι ακούει
Του γέρο-ναυτικού περνάει το δικό του.

Ο γαμήλιος επισκέπτης σε μια πέτρα κάθισε
δεν του μένει άλλη επιλογή από το να ακούσει
και έτσι ο γέρο-ναυτικός μίλησε,
ο ναυτικός με τα φωτεινά μάτια.

“Το καράβι ξεπροβοδήθηκε με ευχές και φωνές, ξεμάκριζε απ'το λιμάνι
χαρούμενοι προχωρούσαμε
πέρα από την εκκλησία, πέρα από το λόφο
πέρα από του φάρου την κορφή.

Στ'αριστερά μας ξεπρόβαλε ο ήλιος
απο την θάλασσα έχοντας αναδυθεί
και έλαμπε φωτεινός και στα δεξιά μας
στο νερό είχε βυθιστεί.

Ψηλότερα και ψηλότερα κάθε μέρα
μέχρι το κατάρτι έφτανε το μεσημέρι”
Ο γαμήλιος επισκέπτης το στήθος του χτυπούσε
σαν άκουσε τον δυνατό ήχου του μπάσου.

Η μελλόνυμφη βημάτιζε στον προθάλαμο
ροδοκόκκινη
και στο πέρασμά της, την χαιρετούσαν κατεβάζοντας το κεφάλι
στην εύθυμη τελετή.

Ο γαμήλιος επισκέπτης το στήθος του χτυπάει
δεν του μένει άλλη επιλογή από το να ακούσει
και έτσι ο θαλασσόλυκος μίλησε,
ο ναυτικός με τα φωτεινά μάτια.

” Και τώρα ξεσπάει η καταιγίδα και
ήταν τυρρανική και σκληρή
έπεσε πάνω μας, με τα σαρωτικά φτερά της
και μας κυνήγησε μέχρι το νότο.

Με τσακισμένους ιστούς και πλώρη πλημμυρισμένη
Σαν κάποιος από φωνές και άνεμο κυνηγημένος
εντούτοις πατάει τη σκιά του εχθρού του,
Και προς τα εμπρός λυγίζει το κεφάλι του,
Το πλοίο προωθήθηκε γρήγορα, δυνατά βρυχώμενο διέσχισε τα κύματα που έσκαγαν μανιασμένα
Νότια, ω, ναι, κατευθυνθήκαμε.

Στον κατάπλου μας, οι χιονισμένες κορυφές
μας έστειλαν το φονικό τους πέπλο
δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε αν είχαμε απέναντι μας ανθρώπινες μορφές ή θηρία
ανάμεσα μας βρισκόταν ο παγετός.

Πάγος εδώ, πάγος εκεί,
πάγος παντού τριγύρω
Ράγιζε γρυλλίζοντας, με βρυχηθμούς βουίζοντας
Όπως οι θόρυβοι μιας κατεδάφισης.

Κατα μήκος πετώντας φτάνει ένα Άλμπατρος
βγαίνοντας από την ομίχλη
Λες κι ήταν Χριστιανική ψυχή
το καλωσορίσαμε στο όνομα του Θεού.

Έφαγε όσο ποτέ δεν είχε φάει
γύρω-τριγύρω πετούσε
ο πάγος έσπασε με μια βροντή
ο τιμονιέρης μας, κατάφερε το πλοίο να κουλαντρίσει.

Ένας ούριος νότιος άνεμος έπνεε πίσω μας,
το Άλμπατρος ακολουθούσε
και κάθε μέρα για φαί ή παιχνίδι
στο κάλεσμα του ναυτικού ερχόταν.

Με ομίχλη ή συννεφιά, σε ιστό ή πανί
Κούρνιαζε για τον εσπερινό της ενάτης
Ενώ όλη τη νύχτα, μέσα στο ομιχλώδες άσπρο
Έλαμπε το λευκό φεγγαρόφως.

” Ο Θεός να σε φυλάει, γέρο-ναυτικέ
από τους δαίμονες , τις ταλαιπωρίες σου!
Γιατί με κοιτάζεις έτσι;” – Με τη βαλλίστρα μου
πυροβόλησα το ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ”

Μετάφραση: Κακομάζαλη

Ακολουθήστε το Metal Stories στο Google News 

Last News

Related articles

Leave a reply

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ